- κοκό
- τοάκλ., λέξη των νηπίων που σημαίνει κάθε φαγώσιμο και μάλιστα γλυκό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκό — (I) το (στη γλώσσα τών νηπίων) κάθε φαγώσιμο και κυρίως το αβγό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας]. (II) το, και κόκος, ο βλ. κόκος … Dictionary of Greek
κοκόλιπος — το χημ. λιπαρά ύλη που λαμβάνεται με συμπίεση τής σάρκας τού πυρήνα τών καρπών τού κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, και ύστερα από εξευγενισμό της, στη βιομηχανία τροφίμων, αλλ. λίπος τού κόκο ή βούτυρο τού κόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. κόκο +… … Dictionary of Greek
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κοκοκάρυο — το βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο,… … Dictionary of Greek
κοκοφοίνικας — Βλ. λ. κοκκοφοίνικας. * * * ο βοτ. κοινή ονομασία τού δέντρου Cocos nucifera, που ανήκει την οικογένεια φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coconut palm. Η λ. είναι νόθο σύνθ. το οποίο ως προς το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
μαμ — και μαμά και μαμμά, το 1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί 2. φρ. «μαμ και νάνι» λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… … Dictionary of Greek